ομόσκευος

ομόσκευος
ὁμόσκευος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια πολεμική σκευή με κάποιον άλλο, ο εξοπλισμένος κατά τον ίδιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -σκευος (< σκευή «ενδυμασία, εξάρτυση»), πρβλ. ομοιό-σκευος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁμόσκευος — equipped in the same way masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόσκευον — ὁμόσκευος equipped in the same way masc/fem acc sg ὁμόσκευος equipped in the same way neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοσκεύοις — ὁμόσκευος equipped in the same way masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοσκεύους — ὁμόσκευος equipped in the same way masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόσκευα — ὁμόσκευος equipped in the same way neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόσκευοι — ὁμόσκευος equipped in the same way masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόσκευος — αὐτόσκευος, ον (AM) αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί από τεχνίτη, άτεχνος, κακότεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + σκευος < σκευή «εξοπλισμός» (πρβλ. άσκευος, ομόσκευος)] …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”